- χειραμάξι
- το / χειραμάξιον, ΝΜΑ [χειράμαξα]μικρή χειράμαξανεοελλ.καροτσάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειραμάξι — το υποκορ. του χειράμαξα μικρή χειράμαξα, καροτσάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)